ποδηγετεῖν

ποδηγετεῖν
ποδηγετέω
guide
pres inf act (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ποδηγετώ — ποδηγετῶ, έω, ΝΜΑ [ποδηγέτης] 1. οδηγώ κάποιον, δείχνω τον δρόμο σε κάποιον 2. μτφ. καθοδηγώ, κατευθύνω ηθικά και πνευματικά κάποιον αρχ. διδάσκω («τἀγαθὰ... ποδηγετεῑν», Δημόκρ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”